Κρουνούς

Κρουνούς
Κρουνοί
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρουνούς — κρουνός spring masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννεάκρουνος — Κρήνη της αρχαίας Αθήνας που είναι γνωστή από διάφορα κείμενα. Η τοποθεσία και η ταύτισή της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αρχαιολόγους. Τελικά, με βάση τη συγκριτική μελέτη των σχετικών χωρίων που τη μνημόνευαν, έγινε αποδεκτό ότι οι συγγραφείς των …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • ENNEACRUNUS — fons apud Athenas a Pisistrato conditus, a nummero fistularum, quas Graeci κρουνοὺς vocant, sic dictus. Qui etiam Callirrhoe a Papin. Stat. Vocari videtur hoc versu Theb. l. 12. v. 629. Et quos Callirhoe novies errantibus vindis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βρύση — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην …   Dictionary of Greek

  • δίκερας — το (Α δίκερας) νεοελλ. είδος ελασματοβράγχιων μαλακίων που έχει εκλείψει αρχ. 1. διπλό κέρας 2. είδος ποτηριού με δύο κρουνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κέρας «κέρατο»] …   Dictionary of Greek

  • δίκρουνος — η, ο (AM δίκρουνος, ον) (για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά …   Dictionary of Greek

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάκρουνος — δωδεκάκρουνος, ον (Α) (για πηγή) με δώδεκα κρουνούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”